- δύναιντο
- δύναμαιto be ablepres opt mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύναινθ' — δύναιντο , δύναμαι to be able pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύναιντ' — δύναιντο , δύναμαι to be able pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῑν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.) 2. μέσ. προτιμωροῡμαι, έομαι εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… … Dictionary of Greek